Ποδοσφαιριστές της κλάσης του Βασίλη Χατζηπαναγή δεν βγαίνουν συχνά, γι’ αυτό δεν είναι άξιο απορίας που 20 χρόνια μετά το τέλος της καριέρας του, θεωρείται ακόμη ο καλύτερος Έλληνας παίκτης.
Ηταν 17 Οκτωβρίου 1991 όταν ο Βάσια φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα του αγαπημένου του Ηρακλή, παίζοντας σε ένα φιλικό προς τιμήν του με ομάδα Επιλέκτων, που είχε λήξει 6-5. Αν και έχουν περάσει δύο δεκαετίες, όσοι τον θαύμασαν στο γήπεδο δεν μπορούν να τον ξεχάσουν, ενώ οι πιο νέοι βλέπουν σε βιντεάκια τα μαγικά του με την μπάλα.Ο Χατζηπαναγής είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα, καθώς συνδύαζε το θέαμα με την ουσία, δηλαδή το γκολ. Όταν αγωνιζόταν στον Ηρακλή, το «Καυτανζόγλειο» γέμιζε από φίλους του «Γηραιού» και όχι μόνο, καθώς όλοι ήθελαν να τον δουν από κοντά.
Ο γεννημένος στις 26 Οκτωβρίου του 1954 στη Τασκένδη «μάγος» της μπάλας, ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 17 ετών στην Παχτακόρ του Ουζμπεκιστάν, παίρνοντας τη σοβιετική υπηκοότητα. Αγωνίστηκε στην εθνική ομάδα Νέων της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που του στοίχισε την ευκαιρία να αγωνιστεί στην Εθνική Ελλάδας. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο παράπονο που έχει στην καριέρα του, από την οποία δεν έλειψαν οι τίτλοι και οι προσωπικές διακρίσεις.
Στην Ελλάδα ήρθε τον Δεκέμβριο του 1975, περνώντας αρχικά απαρατήρητος ως μεταγραφή. Όμως, γρήγορα έγινε γνωστός, καθώς οι κινήσεις του μέσα στο γήπεδο προκαλούσαν θαυμασμό και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε μύθος γύρω από το όνομά του.
Το 1976 κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδος με τον Ηρακλή, νικώντας τον Ολυμπιακό 6-5 στα πέναλτι στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Εκεί το όνομά του έγινε γνωστό σε όλους. Την ίδια χρονιά φόρεσε την φανέλα της Εθνικής Ελλάδος σε ένα φιλικό παιχνίδι με την Πολωνία στην Λεωφόρο. Όμως, ήταν και η μοναδική φορά που φόρεσε τη φανέλα με το εθνόσημο, καθώς είχε παίξει στους Νέους της Σοβιετικής Ένωσης.
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι προτάσεις από τις ομάδες της Αθήνας δεν άργησαν να έρθουν, όμως οι όροι του συμβολαίου του εκείνη την εποχή δεν επέτρεπαν την μεταγραφή του. Και η λατρεία του κόσμου του Ηρακλή στο πρόσωπό του δεν τον άφησε να σκεφτεί το ενδεχόμενο να πάει σε άλλη ομάδα. Σύλλογοι του εξωτερικού ενδιαφέρθηκαν για την απόκτηση του Χατζηπαναγή, όμως οι διοικήσεις του «Γηραιού» δεν θέλησαν ποτέ να πάρουν τέτοια απόφαση και ίσως στέρησαν από τον παίκτη μια λαμπρή καριέρα στα ευρωπαϊκά γήπεδα.
Η πιο μεγάλη στιγμή στην καριέρα του ήρθε στις 22 Ιουλίου του 1984, όταν κλήθηκε στη Μικτή Κόσμου, σε μια αναγνώριση του απαράμιλλου ταλέντου του. Αγωνίστηκε ως μέλος της Μικτής, ενάντια στην ομάδα «Κόσμος Ν. Υόρκης» σε φιλανθρωπικό αγώνα υπό την αιγίδα της Unicef, στο Νιου Τζέρσει στο στάδιο «Τζάιαντς». Η Μικτή επικράτησε 3-1, ενώ ο Χατζηπαναγής αγωνίστηκε με τη φανέλα με το νούμερο 13. Μπήκε στο παιχνίδι στο 65’ στη θέση του Κίγκαν, ξεσηκώνοντας τους 40.000 θεατές (εκ των οποίων 15.000 Ελληνες ομογενείς) με τις ενέργειές του.
Στην Μικτή ομάδα συμμετείχαν παίκτες όπως οι Πίτερ Σίλτον, Ζαν Μαρί Πφαφ, Ρούντι Κρολ, Φέλιξ Μάγκατ, Ούγκο Σάντσεζ, Φιγκουερόα, Φραντς Μπεκενμπάουερ, Κέβιν Κίγκαν, Μάριο Κέμπες, Ντομινίκ Ροστό, αλλά και ο Θωμάς Μαύρος της ΑΕΚ. Ολοι τους παίκτες καταξιωμένοι που αγωνίζονταν σε μεγάλες ομάδες με τίτλους και διεθνείς πορείες. Μόνο ο Βάσια προερχόταν από μια ομάδα όπως ο Ηρακλής, που δεν συμμετείχε σε ευρωπαϊκές διοργανώσεις, ούτε είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο πρωτάθλημα.
Ο Χατζηπαναγής παρέμεινε μέχρι το τέλος της καριέρας του στον «Γηραιό» και είπε το αντίο στο παιχνίδι του Κυπέλλου UEFA με αντίπαλο την Βαλένθια τον Οκτώβριο του 1990, σε ηλικία 37 ετών. Παρέμεινε στο ρόστερ ως το τέλος της σεζόν και τον Οκτώβριο του 1991 αποχαιρέτισε οριστικά τα γήπεδα.
Το 2003 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 χρόνων στην Ελλάδα. Το ταλέντο του Χατζηπαναγή είναι αξεπέραστο, καθώς έχει μείνει στην ιστορία με τα εννέα (!) γκολ που έχει σημειώσει με απευθείας εκτέλεση κόρνερ, ενώ δίκαια του έδωσαν το προσωνύμιο «Νουρέγιεφ της
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου